κτηματόγραφο(ν)

κτηματόγραφο(ν)
το документ, свидетельство на право собственности или ипотеки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κτηματόγραφο(ν)" в других словарях:

  • κτηματόγραφο — το επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται σε κάποιον η κυριότητα ενός ακινήτου ή εγγράφεται υποθήκη σε κάποιο κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χειρό γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. κτηματόγραφον, μαρτυρείται από το 1876… …   Dictionary of Greek

  • κτηματόγραφο — το (νομ.), επίσημο έγγραφο με το οποίο αναγνωρίζεται η κυριότητα, η υποθήκευση κτλ. σε ακίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»